ἐμπεριεχόμενος

ἐμπεριεχόμενος
ἐμπερϊεχόμενος , ἐν-περιέχω
encompass
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανάγραπτος — ἀνάγραπτος, ον (ΑΜ) [ἀναγράφω] ο καταχωρισμένος σε έγγραφο αρχ. 1. γραμμένος σε επίσημο κείμενο, εμπεριεχόμενος σε δημόσια επιγραφή «εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεί ἀνάγραπτος» (Θουκ. 1, 129) 2. απαθανατισμένος, ένδοξος 3. σημειωμένος με… …   Dictionary of Greek

  • παλαίωση — η (ΑΜ παλαίωσις [παλαιώ] νεοελλ. 1. (τροφ. τεχνολ.) σύνολο μεταβολών που υφίστανται ορισμένα ποτά, όταν διατηρούνται υπό καθορισμένες συνθήκες, και οι οποίες τούς προσδίδουν νέα γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά 2. φρ. α) «παλαίωση σπόρου»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”